φορώ

φορώ
(ε), φοράω (αόρ. (ε)φόρεσα, παθ:
αόρ. φορέθηκα α εφορέθην) μετ. 1) носить; надевать;

φορώ σπαθί — носить шпагу;

φορώ γυαλιά (περούκα) — носить очки (парик);

2) надевать (что-л, на кого-л.);

φορ τα παπούτσια τού παιδιού — а) обуть ребёнка; — б) носить детский размер обуви


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φορώ" в других словарях:

  • -φορώ — φορῶ, ΝΜΑ βλ. φόρος …   Dictionary of Greek

  • φορώ — φόρεσα, φορέθηκα, φορεμένος 1. μτβ., ντύνομαι κάποιο ρούχο ή εξάρτημα φορεσιάς, είμαι ντυμένος με κάτι: Δε φορούσε γραβάτα. – Φόρεσε το παλιό κοστούμι. 2. βάζω πάνω μου κάτι, φοράω οτιδήποτε (κοσμήματα, είδη οπλισμού ή άλλα εξαρτήματα): Στις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φορώ — (I) φορῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φοράω Ν βάζω επάνω μου ένδυμα, κόσμημα, όπλο ή άλλο αντικείμενο, ντύνομαι, φέρω (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ. β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. τραγούδι γ. «φοράει χρυσά δόντια» δ.… …   Dictionary of Greek

  • φορώ — φοράω / φορώ, φόρεσα βλ. πίν. 62 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φορῶ — φορέω repeated pres subj act 1st sg (attic epic doric) φορέω repeated pres ind act 1st sg (attic epic doric) φορός bearing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορῷ — φορός bearing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρῳ — φόρον forum neut dat sg φόρος that which is brought in by way of payment masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινοφορώ — φορώ λινά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • πενθηφορώ — και πενθοφορώ, έω 1. φορώ πένθιμα ρούχα, μαυροφορώ 2. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους, δηλ. μαύρη ταινία στον βραχίονα ή στο καπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + φορώ (< φόρος < φέρω) κατά τα λαμπαδη φορώ, δαφνηφορώ, στεφανη φορώ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ζυγοφορώ — ζυγοφορῶ, έω (Α) ζυγίζω, σταθμίζω με ζυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + φορώ (< φορος < φέρω), πρβλ. δορυ φορώ, ευ φορώ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»